- χρυσόμορφος
- χρυσό-μορφος, ον,A in the likeness of gold, of Zeus descending to Danaë, S.Fr. [1127.2].
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χρυσόμορφος — in the likeness of gold masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσόμορφος — ον, ΜΑ (συν. ως προσωνυμία τού Διός) αυτός που έχει χρυσή μορφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + μορφος (< μορφή), πρβλ. ποικιλό μορφος] … Dictionary of Greek
χρυσόμορφον — χρυσόμορφος in the likeness of gold masc/fem acc sg χρυσόμορφος in the likeness of gold neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λέξη χρυσός (Ι) και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση, αναφέρεται στον χρυσό ως μέταλλο (πρβλ. χρυσό διφρος, χρυσο σάνδαλος, χρυσο χόος), ότι έχει το χρώμα ή την… … Dictionary of Greek